- ηδονιστής
- ο1. αυτός που ρέπει προς τις σαρκικές ηδονές, φιλήδονος2. οπαδός τού φιλοσοφικού δόγματος τού ηδονισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hedonist (< ηδονή + κατάλ. -ist). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.